Τάνια Δημητρίου
«Ο Όμηρος του Σαίξπηρ το 1601: Τρωίλος και Χρυσηίδα»
Τι ήταν ελληνικό γύρω από την Αγγλία του Σαίξπηρ το 1601; Η εργασία αυτή θα
διερευνήσει μερικές πτυχές της ενασχόλησης του Σαίξπηρ με τον Όμηρο στο έργο
Τρωίλος και Χρυσηίδα. Οι ερευνητές έχουν συχνά προτείνει μια σύνδεση του
έργου αυτού με τον Λόρδο του Έσσεξ—έναν πολύ δημοφιλή άνδρα, η πολιτική καριέρα
του οποίου έφτασε σε μια διαβόητη κορύφωση και αμφιλεγόμενο τέλος στο έτος που
γράφτηκε το έργο, και ο αποδέχτης της αφιέρωσης της μετάφρασης της Ιλιάδας
από τον Chapman το 1598. Συνήθως αυτές οι προσεγγίσεις έχουν επικεντρωθεί στην
εκτίμηση του σαιξπηρικού Αχιλλέα υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι ο Chapman
παρουσίασε αυτόν τον ομηρικό ήρωα ως προεικόνιση της αρετής του Essex. Θα
προτείνω μια προσέγγιση διαφορετική από αυτές τις roman-a-clef αναγνώσεις. Ο
Chapman, θα υποστηρίξω, έδωσε στους σύγχρονούς του όχι μια άκαμπτη αλληγορική
δομή, αλλά ένα ιδιαίτερα προσαρμόσιμο, ισχυρό πρίσμα για την ερμηνεία των βαθιά
ανησυχητικών πολιτικών γεγονότων που εκτυλίχθηκαν γύρω από τον Essex σε εκείνα
τα χρόνια. Αυτό είναι που έκανε ο Σαίξπηρ στο Τρωίλος και Χρυσηίδα. Η
εργασία θα τελειώσει με μια ανάγνωση του τέλους του έργου - το θάνατο του Έκτορα
- υπό αυτό το πρίσμα. Αυτό το τελικό μέρος του δράματος, που σταθερά
περιγράφεται ως αυτό που λιγότερο πηγάζει από την Ιλιάδα, μπορούσε να
μιλήσει σε ορισμένα μέλη του ακροατηρίου του Σαίξπηρ με ομηρικούς όρους πιο
δυνατά απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή.
Yves Peyré
«Τα ‘ελληνικά ρομάντζα’ του Σαίξπηρ και η κατασκευή της θηλυκότητας»
Η εργασία επανεξετάζει τη σχέση των ύστερων έργων του Σαίξπηρ κυρίως με
ελληνικά ρομαντικά πεζογραφήματα, όπως τα «Αιθιοπικά» του Ηλιόδωρου και «Τα κατά
Λευκίππην και Κλειτοφώντα» του Αχιλλέως Τάτιου. Οι περισσότεροι μελετητές
συμφωνούν ότι η σύνδεση είναι πιθανότατα έμμεση. Μία εξερεύνηση των διαφόρων
ειδών έμμεσης επαφής (μέσω της μετάφρασης στα λατινικά ή σε ευρωπαϊκές
καθομιλούμενες γλώσσες, διάφορα είδη της λογοτεχνικής μίμησης, κλπ) δείχνουν ότι
η εμμεσότητα δεν σημαίνει κατ 'ανάγκη διαστρέβλωση ή διάλυση, αλλά μπορεί να
είναι, με τον τρόπο της, δημιουργική. Η απόπειρα να ακολουθήσουμε τις διαδρομές
της μετάδοσης μπορεί περιστασιακά να οδηγήσει, πέρα από τα ρομαντικά αφηγήματα
της δεύτερης σοφιστικής, πίσω στον Όμηρο και τις ελληνικές τραγωδίες.
Κοιτάζοντας προς τα πίσω και προς τα εμπρός μέσα από το φακό των ενδιάμεσων
κειμένων της πρώιμης σύγχρονης εποχής—από την ελληνική κλασσική λογοτεχνία προς
τον Σαίξπηρ και από τα θεατρικά του Σαίξπηρ προς τα ελληνική λογοτεχνία—η
προσοχή μας επικεντρώνεται σε διάφορες αποχρώσεις μιας ευφάνταστης αναπαράστασης
της θηλυκότητας.
Gordon Braden
«Ο Σαίξπηρ και η ελληνική τραγωδία»
Από το 17ο αιώνα ο έπαινος για τον Σαίξπηρ έχει συχνά συνδέσει το όνομά του με
τα ονόματα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Στοιχεία ότι διάβασε ή
επηρεάστηκε από τα έργα τους δεν έχουν βρεθεί. Ωστόσο, η διαίσθηση ότι η πιθανή
σύνδεση είναι σημαντική έχει αντέξει στο χρόνο και το ενδιαφέρον σχετικά με αυτή
την πιθανότητα δεν έχει εξαφανιστεί ποτέ. Υπάρχουν μεγάλες συλλογές σαιξπηρικών
στίχων που φαίνεται να ηχούν στίχους από ελληνικές τραγωδίες που έχουν σωθεί,
αλλά δεν είναι πειστικές. Από τη δεκαετία του 1980 έχουν τεθεί πιο σύνθετα
επιχειρήματα, το καλύτερο από τα οποία περιλαμβάνει προσεκτική εξέταση των
περίπλοκων στοιχείων σχετικά με συγκεκριμένα έργα (κυρίως τον Άμλετ). Μία
σημαντική πρόσφατη συλλογιστική αφορά την επιρροή της ελληνικής τραγωδίας μέσα
από την καθοριστική επίδρασή της στον Πλούταρχο, τον οποίο γνωρίζουμε ότι ο
Σαίξπηρ διάβασε προσεκτικά. Ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί άμεσα σε δικά του έργα
αποσπάσματα από την ελληνική τραγωδία, ενώ άλλα κείμενα δημοσιευμένα στην εποχή
του Σαίξπηρ περιέχουν εκτενή αποσπάσματα από αρχαία ελληνικά θεατρικά έργα
(συμπεριλαμβανομένων πολλών έργων που δεν ανήκουν στα 33 έργα που περιλαμβάνει ο
σύγχρονος λογοτεχνικός κανόνας). Αυτό είναι ένα μεγάλο σώμα αποδεικτικών
στοιχείων που ακόμη δεν έχουν συλλεχθεί και μελετηθεί πλήρως, αλλά υποδηλώνει
παραπέρα δυνατότητες για την άμεση επιρροή της ελληνική τραγικής ποίησης στην
αγγλική Αναγεννησιακή λογοτεχνία γενικότερα.
Διονύσης Καψάλης
«Δοκιμάζοντας τον ήχο των λέξεων: λόγος περί της μετάφρασης του Σαίξπηρ»
Ο Διονύσης Καψάλης, συγγραφέας και μεταφραστής, θα μοιραστεί με το κοινό τις
σκέψεις του για τη μετάφραση του Σαίξπηρ στην ελληνική γλώσσα.
Δήμητρα Δαλπαναγιώτη
«Αναπαραστάσεις/ κατασκευές της θηλυκότητας στις ελληνικές μεταφράσεις των
θεατρικών έργων του Σαίξπηρ»
Η εργασία συγκρίνει και αντιπαραβάλλει τις αναπαραστάσεις της Δυσδαιμόνας του
Ουίλιαμ Σαίξπηρ σε δύο χρονολογικά παρακείμενες μεταφράσεις του Οθέλλο:
τη μετάφραση του Δημήτριου Βικέλα που πραγματοποιήθηκε το 1875 και τη μετάφραση
του Κωνσταντίνου Θεοτόκη που πραγματοποιήθηκε το 1915. Κατά τις τρεις δεκαετίες
που μεσολαβούν ανάμεσα στις δύο μεταφράσεις έλαβαν χώρα σημαντικές κοινωνικές
και ιδεολογικές εξελίξεις σχετικά με το «γυναικείο ζήτημα,» όπως ονομάζεται η
συζήτηση σχετικά με τη φύση και τους ρόλους των γυναικών στην κοινωνία. Μια
προσεκτική συγκριτική ανάγνωση του σαιξπηρικού κειμένου και των δύο μεταφράσεων
αποδεικνύει ότι η Δυσδαιμόνα υπέστη ένα είδος οικειοποίησης από τους δύο
μεταφραστές προκειμένου να ενσωματώσει τις απόψεις τους σχετικά με τη θηλυκότητα
και το γυναικείο ζήτημα. Στην περίπτωση του Βικέλα, η Δυσδαιμόνα προσαρμόστηκε
στο κυρίαρχο αστικό μοντέλο της παθητικής και εύθραυστης θηλυκότητας του 19ου
αιώνα. Παρ' όλα αυτά, η υιοθέτηση από τον Βικέλα της επικρατούσας ενοχοποιητικής
στάσης απέναντι στη γυναικεία σεξουαλικότητα οδήγησε στην υπονόμευση της
εξιδανίκευσης της Δυσδαιμόνας και της απέδωσε έντονη σεξουαλικότητα σε καίρια
σημεία της πλοκής. Στην περίπτωση του Θεοτόκη, η Δυσδαιμόνα προσέγγισε το
πρότυπο της δυναμικής, αλλά θυματοποιημένης, γυναίκας που συναντούμε στην
ελληνική φιλογυνική λογοτεχνία στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Θεοτόκης εντόπισε
στη Δυσδαιμόνα μία αντιφατική εμπειρία κατά την οποία η ίδια επαναστατεί ως κόρη
και επιδεικνύει πρωτοφανή ευγλωττία και δυναμισμό, μόνο και μόνο για να
αφιερωθεί πλήρως και υποταχθεί οικιοθελώς στον Οθέλλο, φτάνοντας τελικά στο
σημείο του θανάτου με αυταπάρνηση.
Τίνα Κροντήρη
«Ο Σαίξπηρ του Κουν: άβολος μεταξύ αρχαίου ελληνικού και σύγχρονου δράματος»
«Ο Σαίξπηρ είναι προνόμιο της Αγγλίας», είπε ο Κάρολος Κουν (1908-1987), ένας
από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στην Ελλάδα. Με αυτή τη φράση εννοούσε ότι
οι Άγγλοι που ζουν στην ίδια γη με τον ελισαβετιανό ποιητή τους, έχουν ειδική
πρόσβαση στα έργα του που δεν είναι διαθέσιμη σε όλους. Μέσα από την ανάλυση της
θεατρικής θεωρίας του Κουν και της πρακτικής που ακολούθησε στα σαιξπηρικά του
ανεβάσματα, η εργασία αυτή θα προσπαθήσει να αποδείξει ότι η συζήτηση για την «αγγλικότητα»
των έργων του Σαίξπηρ δεν χρειάζεται απαραίτητα να οδηγήσει πίσω στο ερώτημα,
«Ποια Αγγλία; Ποιο έθνος;» Η οπτική που υιοθέτησε ο Κουν ως προς τα θεατρικά
έργα του Σαίξπηρ είναι μοναδική γιατί δεν υπαγορεύεται ούτε από νοσταλγία, ούτε
από κάποια αντίληψη της εθνικότητας που χαρακτηρίζεται από ξενοφοβία ή
πολιτισμικό διαχωρισμό. Είναι η γνήσια ανησυχία ενός πολιτικά προοδευτικού
σκηνοθέτη που επιδίωξε την ενσωμάτωση των πολιτισμών πάνω στην σκηνή με ένα πολύ
σημαντικό και ουσιαστικό τρόπο. Ωστόσο, ο ίδιος αντιμετώπισε προβλήματα στις
προσπάθειές του να προσαρμόσεις τον Σαίξπηρ στην πρακτική του Θεάτρου Τέχνης και
στις ελληνικές εθνικές παραδόσεις. Το ευρύτερο θεωρητικό πρόβλημα που φέρνει στο
προσκήνιο η προσπάθεια του Κουν αφορά το βαθμό της πολιτισμικής
προσαρμοστικότητας του Σαίξπηρ. Η παρούσα εργασία υποστηρίζει την ιδέα ότι ο
Σαίξπηρ δεν μπορεί να αφομοιωθεί ουσιαστικά σε έναν διαφορετικό ξένο πολιτισμό
και ότι ένας μεγάλος βαθμός προσαρμογής είναι απαραίτητος για την ευρύτερη
αποδοχή του. Η προσπάθεια του Κουν να «δαμάσει» τον Άγγλο ποιητή για ένα
ελληνικό κοινό μπορεί να εξηγήσει, τουλάχιστον εν μέρει, τον φόβο αποτυχίας που
συχνά συνοδεύει τη σκηνοθεσία των έργων του Σαίξπηρ – ένας φόβος που έχει
μειωθεί σήμερα με τη χρήση παγκοσμιοποιημένων και πολυμεσικών σκηνικών μεθόδων.
Γιάννης Αναστασάκης
«Ο Σαίξπηρ στο Κ.Θ.Β.Ε»
Μια αναδρομή στα 55 χρόνια ιστορίας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και
τα σημαντικότερα ανεβάσματα έργων του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ θα παρουσιάσει ο
Καλλιτεχνικός Διευθυντής του, Γιάννης Αναστασάκης. Με τη βοήθεια βίντεο,
φωτογραφιών αλλά και ηχητικών ντοκουμέντων θα επιχειρηθεί ένα ταξίδι στο χρόνο
με στόχο την επισήμανση των σημαντικότερων σκηνοθετικών και ερμηνευτικών
προσεγγίσεων στο έργο του δραματουργού, την εξέλιξη των οπτικών μέσα στο χρόνο
και την συμβολή του Κρατικού Θεάτρου στην πρόσληψη του Σαίξπηρ στην Ελλάδα. (Video-montage:
Άντα Λιάκου.)
Ο Γιάνννης Αναστασάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (1982-1986) και Θέατρο στη Δραματική Σχολή του Κ.Θ.Β.Ε. (1986-1989). Είναι ιδρυτικό μέλος της Θεατρικής Συντροφιάς του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (ΘΕ.Σ.Π.Ι., 1983) και του Θεατρικού Οργανισμού «ΣΤΙΓΜΗ» (1995). Επίσης, είναι τακτικό μέλος της ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ (Ε.Ε.Σ.), του Σ.Ε.Η. και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Δίδαξε «Θεατρική Σκηνοθεσία» στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Πάτρας (2008-2012.) Σκηνοθέτησε 30 παραστάσεις στο θέατρο (στο Κ.Θ.Β.Ε., στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας, Ιωαννίνων, Αγρινίου και Σερρών, στη ΣΤΟΑ, στη ΣΤΙΓΜΗ κ.ά). Πήρε μέρος ως ηθοποιός σε πολλές παραγωγές και ως βοηθός σκηνοθέτη στο Εθνικό Θέατρο και στο Κ.Θ.Β.Ε.. Έχει παίξει σε μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες (Το μικρό ψάρι, Η ψυχή στο στόμα, Ο μαχαιροβγάλτης, Ο νοτιάς κ.ά). Από τον Αύγουστο του 2015 ως σήμερα κατέχει τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Οι συνεργασίες του με το Κ.Θ.Β.Ε. περιλαμβάνουν: σκηνοθεσία και διασκευή της παράστασης «Η Τρελοβγενιώ» της Ινές Κανιατί (Μονή Λαζαριστών - Μικρό θέατρο, 7/2/2014) και της παράστασης «Γυναίκα του Λωτ» του Μάριου Ποντίκα (Κιλκίς, Αίθουσα Εκδηλώσεων Νομαρχίας, 12/01/2001, και Μικρό θέατρο Μονής Λαζαριστών). Στο τρέχον έτος σκηνοθετεί το έργο του Φεντώ: «Ψύλλοι στ’ αυτιά», με πρεμιέρα 25/11/16 στο Βασιλικό Θέατρο του Κ.Θ.Β.Ε.
O Gordon Braden είναι ομότιμος καθηγητής του τμήματος Αγγλικής του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια. Είναι συγγραφέας των βιβλίων Renaissance Tragedy and the Senecan Tradtion (1985), The Idea of the Renaissance (1989, συγγραφή με τον William Kerrigan), και Petrarchan Love and the Continental Renaissance (1999), και συνεκδότης (με τους Robert Cummings και Stuart Gillespie) του τόμου που αφορά στην Αναγέννηση της πολύτομης ιστορικής σειράς The Oxford History of Literary Translation in English (2010). Στον τρέχοντα χρόνο εργάζεται πάνω στην ιστορία του αγγλικού Πετραρχισμού και στην επιμέλεια του ψευδο-Πλατωνικού έργου Axiochus για την επικείμενη έκδοση των έργων του Edmund Spenser από τον εκδοτικό οίκο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Η Δήμητρα Δαλπαναγιώτη αποφοίτησε από το Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης όπου και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Α’ κύκλου. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός Αγγλικής Γλώσσας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Η διδακτορική της έρευνα, υπό την επίβλεψη της καθ. Τίνας Κροντήρη, επιδιώκει να φωτίσει την πρόσληψη και οικειοποίηση των ηρωίδων του Σαίξπηρ σε ελληνικές μεταφράσεις των έργων του.
Tania Demetriou is Lecturer in Early Modern Literature at the University of York (UK). She works on the reception of classical texts in the early modern period, especially on literary responses to Homer in the English Renaissance. She has published on Spenser, Chapman, early modern interpretations of Penelope, and on sixteenth-century textual criticism and early modern approaches to Homeric Question. She co-edited The Culture of Translation in Early Modern England and France, 1500-1660 (Palgrave Macmillan, 2015) together with Rowan Tomlinson, and two collections of essays on early modern drama and Greek texts together with Tanya Pollard: Milton, Drama, and Greek Texts (= The Seventeenth Century, 31:2 (2016)) and Homer, Greek Tragedy, and the Early Modern Stage (= Classical Receptions Journal, 9:1 (2017)).
H Τίνα Κροντήρη είναι Καθηγήτρια στον Τομέα Αγγλικής Λογοτεχνίας του Τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ., όπου εντάχθηκε το 1989. Από τότε έχει διδάξει μαθήματα και εποπτεύσει έρευνα πάνω στη λογοτεχνία και το θέατρο της αγγλικής Αναγέννησης (συμπεριλαμβανομένου του Σαίξπηρ) και έχει δώσει διαλέξεις σε άλλες χώρες για τα θέματα αυτά. Η πρώτη σημαντική συμβολή της ήταν το βιβλίο Oppositional Voices: Women as Writers and Translators of the English Renaissance (Routledge, 1992). Κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει ασχοληθεί με διάφορες πτυχές της πρόσληψης του Σαίξπηρ. Οι σημαντικότερες δημοσιεύσεις της σε αυτόν τον τομέα περιλαμβάνουν το βιβλίο Ο Σαίξπηρ σε καιρό πολέμου [Shakespeare in Wartime], 1940-1950 (Αθήνα, 2007) καθώς και μια σειρά άρθρων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και συλλογές δοκιμίων για την πρόσληψη του Σαίξπηρ στην Ελλάδα. Είναι τακτική προσκεκλημένη του συνεδρίου της εταιρίας International Shakespeare Association ( που πραγματοποιείται κάθε δύο χρόνια στο Stratford-Upon-Avon) και συμμετέχει με άρθρο της στη νέα, μεγάλη ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια, The Stanford Global Shakespeare Encyclopedia.
Ο Στάθης Λιβαθινός γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Πέλου Κατσέλη, του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας & Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και αριστούχος απόφοιτος του Τμήματος Σκηνοθεσίας του Κρατικού Ινστιτούτου Θεάτρου της Μόσχας (GITIS). Από το 2001 μέχρι και το 2007, διετέλεσε Καλλιτεχνικός Υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου όπου σκηνοθέτησε μια σειρά από παραστάσεις. Στο πλαίσιο της Πειραματικής Σκηνής ξεκίνησε ένα πρωτοπόρο εκπαιδευτικό εγχείρημα με την ίδρυση της Πρώτης Σχολής Σκηνοθεσίας Θεάτρου στην Ελλάδα. Οι σκηνοθεσίες του έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (με πιο πρόσφατη την παγκόσμια περιοδεία της Ιλιάδας του Ομήρου) και έχει τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία, ανάμεσά τους το Βραβείο Κριτικών Θεάτρου της Μόσχας. Έχει διδάξει θέατρο στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στο Κέντρο Αρχαίου Δράματος, στο Πανεπιστήμιο Harvard (A.R.T.) των ΗΠΑ και πρόσφατα στην Ακαδημία Θεάτρου της Σαγκάη στην Κίνα (2016). Από τον Απρίλιο του 2015 είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας.
Ο Yves Peyré είναι Ομότιμος Καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Paul Valéry, Montpellier, Επίτιμος Πρόεδρος της Société Française Shakespeare, όπου προήδρευσε στην περίοδο 2003-2006, και Γενικός συν-Επιμελητής του επιστημονικού περιοδικού Cahiers Élisabéthains στην περίοδο 2001-2009. Είναι Γενικός Επιμελητής του λεξικού A Dictionary of Shakespeare's Classical Mythology, συγγραφέας του βιβλίου La Voix des mythes dans la tragédie élisabéthaine (Παρίσι: CNRS Éditions, 1996) και του βιβλίου Venus and Adonis (Παρίσι: Didier-Érudition, 1998). Επίσης είναι συγγραφέας πολυάριθμων άρθρων και κεφαλαίων σχετικά με την πρόσληψη της κλασικής μυθολογίας στην λογοτεχνία της πρώιμης σύγχρονης εποχής.
Η Janice Valls-Russell εργάζεται στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας (CNRS) στο Πανεπιστήμιο Paul-Valéry, Montpellier (Γαλλία). Είναι συγγραφέας Διδακτορικής Διατριβής και άρθρων πάνω στην κλασική μυθολογία και τον πρώιμο σύγχρονο πολιτισμό. Είναι συντονίστρια έργου για την έκδοση του τόμου A Dictionary of Shakespeare’s Classical Mythology και έχει επιμεληθεί το canto ΙΙ του έργου Troia Britanica του Thomas Heywood για την ηλεκτρονική έκδοση Early Modern Mythological Texts Series (www.shakmyth.org). Έχει πρόσφατα συν-επιμεληθεί τον τόμο Interweaving Myths in Shakespeare and his Contemporaries (υπό έκδοση από το Manchester University Press για το 2017). Είναι Διοικητική Επιμελήτρια του καθιερωμένου περιοδικού Cahiers Elisabethains καθώς και υπεύθυνη Θεατρικών Κριτικών του ίδιου περιοδικού.